Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σού είναι αυτός μιά

  • 1 γλίνα

    η
    1) остатки жира (на стенках посуды); 2) сольное пятно; 3) сало, животный жир; свиное сало с проростью (прослойкой мяса); 4) глина; 5) глинистое место; глинистая грязь;

    ο δρόμος είναι όλο γλίνα — раскисшая дорога, сплошная грязь;

    6) льстец, подхалим, подлиза;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλίνα

  • 2 γιά

    1. πρόθ. I με ονομ. (при обознач, пригодности, соответствия, стремления):

    δεν κάνει γιά δάσκαλος — он не годится в учителя;

    πάει γιά δήμαρχος — он метит в мэры, он хочет стать мэром;

    II με αιτιατ.
    1) (при обознач, причины или повода) из-за, по причине; за;

    γι' αυτό — или γιά τούτο — поэтому, потому; — за это;

    τον θαυμάζω γιά την εξυπνάδα του — я восхищаюсь его сообразительностью;

    γι' αυτό σου το φέρσιμο θα μετανοιώσεις ты раскаешься в своём поступке;

    γιά τό κακό πού μού 'κάμε... — за зло, которое он мне причинил...;

    2) (при обознач, лица или предмета, кот. нужно добыть) за;

    πάω γιά κρασί — идти за вином;

    τρέχω γιά γιατρό — идти за врачом;

    3) (при обознач, цели, мотива) для, ради;

    γιά τό γούστο του — для своего удовольствия;

    ετοιμάζομαι γιά εκλογές — готовиться к выборам;

    γιά ποιο σκοπό; — для какой цели?;

    είναι μικρός ακόμα γιά τέτοια δουλιά — он мал ещё для такой работы;

    3) (при распределении, предназначении) на, для;

    καμπίνα γιά δυό άτομα — кабина для двух человек;

    τρόφιμα γιά πέντε μέρες — продукты на пять дней;

    δρόμος γιά αυτοκίνητα — автострада;

    αυτό το σπίτι είναι γιά γκρέμισμα — этот дом подлежит сносу;

    4) (при обознач, направления):

    φεύγω γιά τη Μόσχα — я уезжаю в Москву;

    γιά πού; — куда?;

    γιά πού το 'βαλες — или γιά πού τώβαλες; — куда ты идёшь?, куда направляешься?;

    γιά πουθενά δεν είμαι φέτος — я никуда не собираюсь в этом году;

    5) (при обознач, времени):

    φεύγω γιά τρείς μέρες — я уезжаю на три дня;

    θα λείψω γιά μιά βδομάδα — меня не будет неделю;

    εφυγε γιά πάντα — он уехал навсегда;

    σε θέλω γιά λίγα λεπτά — ты мне нужен на несколько минут;

    γιά σήμερα (αύριο) — на сегодня (на завтра);

    ράβω κοστούμι γιά το γάμο — шью костюм к свадьбе;

    θα μείνει στο σπίτι μας κρασί και γιά τού χρόνου — вина в нашем доме хватит и на будущий год;

    6) (при обознач, цены):

    πουλώ γιά εκατό δραχμές — продавить за сто драхм;

    τα πούλησε όλα γιά ένα κομμάτι ψωμί — он продал всё за гроши;

    7) (при обознач, замены):

    θα πάω εγώ γιά σένα — я пойду вместо тебя;

    πήρα τον Κώστα γιά σένα — я принял Костаса за тебя;

    τον πήρα γιά γιατρό — я его принял за доктора;

    γιά ποιόν με περνδς; — за кого ты меня принимаешь?;

    8) (при обознач, вознаграждения) за;

    εργάζομαι γιά χίλια δραχμές το μήνα — я работаю за тысячу драхм в месяц;

    9) (при обознач, объекта действия) о, об;

    γιά μένα μην ανησυχείτε — обо мне не беспокойтесь;

    φροντίζει γιά το ατομικό του συμφέρο — он заботится о своих личных интересах;

    γιά ποιόν τα λες;

    — — γιά σένα — для кого ты это говоришь? — Для тебя;

    γιά τό καλό σου — для твоей же пользы;

    τί ξέρεις γιά την υπόθεση; — что ты знаешь об этом деле?;

    πρόκειται ( — или λόγος γίνεται) γιά... — речь идёт о...;

    10):

    όσο γιά — в отношении, что касается, что до...;

    όσο γιά λεφτά μη σε μέλει ο — деньгах не беспокойся;

    όσο γιά το παρακάτω μη σε μέλει — дальнейшее пусть тебя не беспокоит;

    όσο γιά φέτος καλά πάνε οι δουλειές — в этом году дела идут хорошо;

    11) (в знач очень, сильно):

    τον χτύπησαν γιά καλά — его здорово побили;

    γιά θάνατο — смертельно, до смерти, насмерть;

    τον τραυμάτισαν γιά θάνατο — его смертельно ранили;

    12):

    αυτός εργάζεται γιά δέκα — он работает за десятерых;

    § γιά δνομα τού θεού ( — или γιά τό θεό) — ради бога;

    γιά τό ονόρε — ради славы;

    γιά ποιο λόγο; — почему?;

    γιά τα μάτια — для виду;

    γιά ψύλλου πήδημα — из-за пустяка;

    δουλεύει γιά την ψυχή τού πατέρα του — он работает за здорово живёшь;

    μιά γιά πάντα — раз и навсегда;

    είναι γιά φτύσιμο — он последняя дрянь, он не стоит и плевка;

    δεν τον λογαριάζουν γιά τίποτε — его ни во что не ставят;

    είναι αναγκαίο γιά μένα (σένα, μας) — мне (тебе, нам) необходимо...;

    2. σύνδ. (с частицей να и υποτ.)
    1) (цели):

    δεν ήρθα γιά να κάτσω — я не для того пришёл, чтобы долго у вас сидеть;

    πάει γιά βουλευτής — или πάει γιά να γίνει βουλευτής — он собирается стать депутатом;

    2) (следствия):

    δεν είναι μακριά γιά να αργήσει να 'ρθει — он живёт (находится) не так далеко, чтобы опоздать;

    3) (причины):

    γιά να μην καλέσουνε στην ώρα το γιατρό χάσανε το παιδί τους — из-за того, что не вызвали вовремя врача, потеряли ребёнка;

    γιά να περπατάει ξυπόλυτος, αρρώστησε — из-за того, что бегал босиком, заболел;

    γιά εσύ γιά εγώ — или ты, или я;

    γιά σήμερα γιά αύριο — или сегодня, или завтра;

    1) (при побуждении, иногда с частицей να):

    γιά δες ποιός ήρθε — пойди же посмотри, кто пришёл;

    γιά να δούμε ποιός θα βγεί αληθινός — давай-ка посмотрим, кто окажется прав;

    2) обл (при утверждении):
    θα πας η όχι;

    — — θα πάω γιά — пойдёшь или нет? — Обязательно пойду;

    ξέρεις γράμματα;

    — — ναί γιά — ты умеешь читать и писать? — А как же, конечно;

    3) (при запрещении или угрозе):

    γιά ξαναπές βρωμόλογα — попробуй-ка ещё сквернословить;

    γιά ξαναπάτησε στο σπίτι — не смей больше приходить к нам;

    γιά πρόσεχε τί λες! — выражайся осторожнее!;

    γιά μάζεψε τα λόγια σου! — попридержи язык!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γιά

  • 3 δουλειά

    η
    1) работа (в разн. знач); труд; дело;

    παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;

    έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;

    είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;

    πιάνω δουλειά — поступить на работу;

    απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;

    δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;

    σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;

    δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;

    ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;

    αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;

    καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;

    εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;

    είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;

    τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;

    πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;

    τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;

    τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;

    2) дела, состояние дел;

    πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;

    δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;

    η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;

    3) хлопоты, заботы, беспокойство;

    αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;

    θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;

    4) дело, предмет заботы;

    αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;

    κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;

    αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;

    είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;

    § άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;

    λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;

    δουλειές με φούντες — гиблое дело;

    βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;

    εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;

    χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;

    ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;

    τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;

    η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δουλειά

См. также в других словарях:

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • λέρα — η 1. βρόμα, ακαθαρσία: Γιατί έχεις πάνω σου τόση λέρα; 2. μτφ., άνθρωπος αισχρός: Μην κάνεις παρέα μαζί του, είναι αυτός μια λέρα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»