-
1 γλίνα
η1) остатки жира (на стенках посуды); 2) сольное пятно; 3) сало, животный жир; свиное сало с проростью (прослойкой мяса); 4) глина; 5) глинистое место; глинистая грязь;ο δρόμος είναι όλο γλίνα — раскисшая дорога, сплошная грязь;
6) льстец, подхалим, подлиза; -
2 γιά
1. πρόθ. I με ονομ. (при обознач, пригодности, соответствия, стремления):δεν κάνει γιά δάσκαλος — он не годится в учителя;
πάει γιά δήμαρχος — он метит в мэры, он хочет стать мэром;
II με αιτιατ.1) (при обознач, причины или повода) из-за, по причине; за;γι' αυτό — или γιά τούτο — поэтому, потому; — за это;
τον θαυμάζω γιά την εξυπνάδα του — я восхищаюсь его сообразительностью;
γι' αυτό σου το φέρσιμο θα μετανοιώσεις ты раскаешься в своём поступке;γιά τό κακό πού μού 'κάμε... — за зло, которое он мне причинил...;
2) (при обознач, лица или предмета, кот. нужно добыть) за;πάω γιά κρασί — идти за вином;
τρέχω γιά γιατρό — идти за врачом;
3) (при обознач, цели, мотива) для, ради;γιά τό γούστο του — для своего удовольствия;
ετοιμάζομαι γιά εκλογές — готовиться к выборам;
γιά ποιο σκοπό; — для какой цели?;
είναι μικρός ακόμα γιά τέτοια δουλιά — он мал ещё для такой работы;
3) (при распределении, предназначении) на, для;καμπίνα γιά δυό άτομα — кабина для двух человек;
τρόφιμα γιά πέντε μέρες — продукты на пять дней;
δρόμος γιά αυτοκίνητα — автострада;
αυτό το σπίτι είναι γιά γκρέμισμα — этот дом подлежит сносу;
4) (при обознач, направления):φεύγω γιά τη Μόσχα — я уезжаю в Москву;
γιά πού; — куда?;
πού το 'βαλες — или γιά πού τώβαλες; — куда ты идёшь?, куда направляешься?;γιά πουθενά δεν είμαι φέτος — я никуда не собираюсь в этом году;
5) (при обознач, времени):φεύγω γιά τρείς μέρες — я уезжаю на три дня;
θα λείψω γιά μιά βδομάδα — меня не будет неделю;
εφυγε γιά πάντα — он уехал навсегда;
σε θέλω γιά λίγα λεπτά — ты мне нужен на несколько минут;
γιά σήμερα (αύριο) — на сегодня (на завтра);
ράβω κοστούμι γιά το γάμο — шью костюм к свадьбе;
θα μείνει στο σπίτι μας κρασί και γιά τού χρόνου — вина в нашем доме хватит и на будущий год;
6) (при обознач, цены):πουλώ γιά εκατό δραχμές — продавить за сто драхм;
τα πούλησε όλα γιά ένα κομμάτι ψωμί — он продал всё за гроши;
7) (при обознач, замены):θα πάω εγώ γιά σένα — я пойду вместо тебя;
πήρα τον Κώστα γιά σένα — я принял Костаса за тебя;
τον πήρα γιά γιατρό — я его принял за доктора;
γιά ποιόν με περνδς; — за кого ты меня принимаешь?;
8) (при обознач, вознаграждения) за;εργάζομαι γιά χίλια δραχμές το μήνα — я работаю за тысячу драхм в месяц;
9) (при обознач, объекта действия) о, об;γιά μένα μην ανησυχείτε — обо мне не беспокойтесь;
φροντίζει γιά το ατομικό του συμφέρο — он заботится о своих личных интересах;
γιά ποιόν τα λες;
— — γιά σένα — для кого ты это говоришь? — Для тебя;
γιά τό καλό σου — для твоей же пользы;
τί ξέρεις γιά την υπόθεση; — что ты знаешь об этом деле?;
πρόκειται ( — или λόγος γίνεται) γιά... — речь идёт о...;
10):όσο γιά — в отношении, что касается, что до...;
όσο γιά λεφτά μη σε μέλει ο — деньгах не беспокойся;
όσο γιά το παρακάτω μη σε μέλει — дальнейшее пусть тебя не беспокоит;
όσο γιά φέτος καλά πάνε οι δουλειές — в этом году дела идут хорошо;
11) (в знач очень, сильно):τον χτύπησαν γιά καλά — его здорово побили;
γιά θάνατο — смертельно, до смерти, насмерть;
τον τραυμάτισαν γιά θάνατο — его смертельно ранили;
12):αυτός εργάζεται γιά δέκα — он работает за десятерых;
§ γιά δνομα τού θεού ( — или γιά τό θεό) — ради бога;
γιά τό ονόρε — ради славы;
γιά ποιο λόγο; — почему?;
γιά τα μάτια — для виду;
γιά ψύλλου πήδημα — из-за пустяка;
δουλεύει γιά την ψυχή τού πατέρα του — он работает за здорово живёшь;
μιά γιά πάντα — раз и навсегда;
είναι γιά φτύσιμο — он последняя дрянь, он не стоит и плевка;
δεν τον λογαριάζουν γιά τίποτε — его ни во что не ставят;
είναι αναγκαίο γιά μένα (σένα, μας) — мне (тебе, нам) необходимо...;
2. σύνδ. (с частицей να и υποτ.)1) (цели):δεν ήρθα γιά να κάτσω — я не для того пришёл, чтобы долго у вас сидеть;
πάει γιά βουλευτής — или πάει γιά να γίνει βουλευτής — он собирается стать депутатом;
2) (следствия):δεν είναι μακριά γιά να αργήσει να 'ρθει — он живёт (находится) не так далеко, чтобы опоздать;
3) (причины):γιά να μην καλέσουνε στην ώρα το γιατρό χάσανε το παιδί τους — из-за того, что не вызвали вовремя врача, потеряли ребёнка;
γιά να περπατάει ξυπόλυτος, αρρώστησε — из-за того, что бегал босиком, заболел;
4) (разделительный) или;γιά εσύ γιά εγώ — или ты, или я;
γιά σήμερα γιά αύριο — или сегодня, или завтра;
3. μόριο1) (при побуждении, иногда с частицей να):γιά δες ποιός ήρθε — пойди же посмотри, кто пришёл;
γιά να δούμε ποιός θα βγεί αληθινός — давай-ка посмотрим, кто окажется прав;
2) обл (при утверждении):θα πας η όχι;— — θα πάω γιά — пойдёшь или нет? — Обязательно пойду;
ξέρεις γράμματα;— — ναί γιά — ты умеешь читать и писать? — А как же, конечно;
3) (при запрещении или угрозе):γιά ξαναπές βρωμόλογα — попробуй-ка ещё сквернословить;
γιά ξαναπάτησε στο σπίτι — не смей больше приходить к нам;
γιά πρόσεχε τί λες! — выражайся осторожнее!;
γιά μάζεψε τα λόγια σου! — попридержи язык!
-
3 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
См. также в других словарях:
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
λέρα — η 1. βρόμα, ακαθαρσία: Γιατί έχεις πάνω σου τόση λέρα; 2. μτφ., άνθρωπος αισχρός: Μην κάνεις παρέα μαζί του, είναι αυτός μια λέρα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek